Γανυμήδη

Γανυμήδη
Γανυμήδη
fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Γανυμήδης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Γανυμήδης
masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γανυμήδῃ — Γανυμήδη fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γανυμήδην — Γανυμήδη fem acc sg (attic epic doric ionic) Γανυμήδης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γανυμήδης — Γανυμήδη fem gen sg (attic epic doric ionic) Γανυμήδης masc acc pl (attic epic doric) Γανυμήδης masc nom/voc pl (doric aeolic) Γανυμήδης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Φλιούς — Αρχαία πόλη της Πελοποννήσου, NΔ της Κορίνθου. Χτίστηκε από τον ήρωα Φλίαντα ή Φλειούντα, στη δεξιά όχθη του Ασωπού. Αρχικά αυτόνομη και ανεξάρτητη, αποτελούσε, με τις πόλεις Άργος, Σικυώνα, Κόρινθο, Επίδαυρο και Τροιζήνα, την εξάπολη της… …   Dictionary of Greek

  • ίδη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κορύβαντα και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Λυκάστη. Ήταν μητέρα του Μίνωα του νεότερου, βασιλιά και νομοθέτη της Κρήτης. 2. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Μαζί με την αδελφή της Αδράστεια… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • κυπρογενής — κυπρογενής, ές, θηλ. και κυπρογένεια και αιολ. τ. κυπρογένηα (Α) (ως επίθ. τής Αφροδίτης και τού Γανυμήδη) αυτός που γεννήθηκε στην Κύπρο (α. «ὅτε γλυκύθυμος Ἔρως χἠ Κυπρογένει Ἀφροδίτη», Αριστοφ. β. «Κυπρογενής Κυθέρεια», Ομ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”